- κασελιάζω
- κασέλιασα, κασελιάστηκα, κασελιασμένος, τοποθετώ ρούχα μέσα σε κασέλα, συσκευάζω πράγματα μέσα σε κιβώτια: Κασέλιασε τα πράγματά του και έφυγε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.