κασελιάζω

κασελιάζω
κασέλιασα, κασελιάστηκα, κασελιασμένος, τοποθετώ ρούχα μέσα σε κασέλα, συσκευάζω πράγματα μέσα σε κιβώτια: Κασέλιασε τα πράγματά του και έφυγε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κασελιάζω — (Μ κασελιάζω) 1. τοποθετώ κάτι σε κασέλα 2. συσκευάζω εμπόρευμα μέσα σε κιβώτια, εγκιβωτίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασέλα + ιάζω (πρβλ. κουρελ ιάζω, φουρτουν ιάζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”